Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

ΕΓ­ΧΕΙ­ΡΗ­ΜΑ­ΤΑ ΑΛ­ΛΗ­ΛΕΓ­ΓΥΑΣ ΟΙ­ΚΟ­ΝΟ­ΜΙΑΣ ΣΤΗ ΜΑ­ΧΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛ­ΛΟΝ ΜΑΣ

Η ρι­ζο­σπα­στι­κή δύ­να­μη της κοι­νω­νι­κής οι­κο­νο­μίας

Η συζήτηση, που διοργάνωσε την περασμένη Τετάρτη το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, με θέμα την κοινωνική οικονομία, την αυτοδιαχείριση και την έμπρακτη αλληλεγγύη, κατέδειξε καταρχάς τη χρησιμότητα και την ανάγκη για ανάλογες συζητήσεις. Εισηγητές ήταν ο οικονομολόγος Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν και η Μυρτώ Λαζαρίδου, μέλος του Δικτύου, η οποία έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αργεντινή και γνώρισε από πρώτο χέρι πειράματα αυτοοργανωμένης οικονομίας. Όπως προκύπτει και από τη συνοπτική παρουσίαση των προβληματισμών που εκτέθηκαν που ακολουθεί, ένα κεντρικό ζήτημα που απασχόλησε τους συμμετέχοντες είναι ο χαρακτήρας και προσανατολισμός που θα δώσουμε στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, αλλά και η σχέση των δομών και εγχειρημάτων με μια κυβέρνηση της αριστεράς.

Επιμέλεια: Ζωή Γεωργούλα




Τη συ­ζή­τη­ση ά­νοι­ξε ο Πέ­τρος Λι­νάρ­δος Ρυλ­μόν ε­πι­ση­μαί­νο­ντας ό­τι «βιώ­νου­με, α­φε­νός, μια κοι­νω­νι­κή ρή­ξη που πε­τά­ει ε­κα­το­ντά­δες χι­λιά­δες ερ­γα­ζο­μέ­νων αν­θρώ­πων ε­κτός ο­ποιασ­δή­πο­τε θε­σμι­κής προο­πτι­κής, ε­κτός ο­ποιασ­δή­πο­τε κοι­νω­νι­κής συμ­φω­νίας με­τα­ξύ των τά­ξεων, με στό­χο μό­νο και μό­νο τη δια­τή­ρη­ση της κυ­ριαρ­χίας του κε­φα­λαίου. Αφε­τέ­ρου, στα διά­φο­ρα εγ­χει­ρή­μα­τα αλ­λη­λέγ­γυας οι­κο­νο­μίας που εμ­φα­νί­ζο­νται και στην Ελλά­δα σή­με­ρα, εί­μα­στε, σε σχέ­ση με το 19ο αιώ­να αλ­λά και με το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του 20ού αιώ­να, σε ε­ντε­λώς άλ­λου ε­πι­πέ­δου κοι­νω­νία α­πό την ά­πο­ψη των γνώ­σεων, των ε­μπει­ριών και των δε­ξιο­τή­των. Έχου­με σή­με­ρα δια­θέ­σι­μο αν­θρώ­πι­νο δυ­να­μι­κό με υ­ψη­λό μορ­φω­τι­κό ε­πί­πε­δο, με ε­μπει­ρίες σε ε­πι­χει­ρή­σεις, με ση­μα­ντι­κό κε­φά­λαιο γνώ­σεων. Επί­σης, έ­χου­με με­γά­λες αλ­λα­γές σε ό,τι α­φο­ρά τις κοι­νω­νι­κές ιε­ραρ­χίες. Η ά­νο­δος του μορ­φω­τι­κού ε­πι­πέ­δου, που εί­ναι μια α­νε­ξάρ­τη­τη τά­ση ι­διαί­τε­ρα κα­τά τη με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ρίο­δο, συ­νει­σφέ­ρει στο γε­γο­νός ό­τι συμ­βαί­νουν εγ­χει­ρή­μα­τα πα­ρα­γω­γι­κά ε­ξαι­ρε­τι­κά υ­ψη­λού ε­πι­πέ­δου, με ι­κα­νό­τη­τες δια­χεί­ρι­σης και ορ­γά­νω­σης συλ­λο­γι­κής, που προ­σφέ­ρουν τη δυ­να­τό­τη­τα να α­να­πτυχ­θούν πρω­το­βου­λίες σε πά­ρα πολ­λούς το­μείς. Το γε­γο­νός αυ­τό εί­ναι κά­τι και­νούρ­γιο ι­στο­ρι­κά συμ­βα­δί­ζει με την α­νά­γκη και α­νοί­γει νέες δυ­να­τό­τη­τες για την κοι­νω­νι­κή και αλ­λη­λέγ­γυα οι­κο­νο­μία».

Ρι­ζο­σπα­στι­κή δύ­να­μη

«Προ­κύ­πτει, βέ­βαια, το ε­ρώ­τη­μα», συ­νέ­χι­σε, «τι θέ­λου­με να κά­νου­με ε­μείς, τι ε­πι­διώ­κου­με με τα εγ­χει­ρή­μα­τα αλ­λη­λέγ­γυας οι­κο­νο­μίας. Θα κα­λύ­ψου­με έ­να κε­νό που α­φή­νει ο κα­πι­τα­λι­σμός, φτιά­χνο­ντας τον τρί­το το­μέα της οι­κο­νο­μίας, ή αυ­τή η ι­κα­νό­τη­τα και α­να­γκαιό­τη­τα μα­ζί των ερ­γα­ζο­μέ­νων α­πο­τε­λεί μια ε­πα­να­στα­τι­κή δύ­να­μη που μπο­ρεί να ο­ρί­σει τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μιας κοι­νω­νίας; Ένα στοι­χείο που δί­νει με­γά­λη ση­μα­σία στη δυ­να­τό­τη­τα α­νά­πτυ­ξης αλ­λη­λέγ­γυων εγ­χει­ρη­μά­των, εί­ναι ό­τι η πο­λύ βα­θιά κρί­ση και η ε­ξάν­τλη­ση του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος και των φυ­σι­κών πό­ρων δεν εί­ναι συ­νέ­πεια μιας συ­γκυ­ρια­κής κρί­σης του κα­πι­τα­λι­σμού που προ­σπα­θεί να ξε­πε­ρά­σει, αλ­λά της ε­γκα­τά­στα­σης του συ­στή­μα­τος σε μια λο­γι­κή κα­τα­στρο­φι­κή. Συ­νε­πώς», κα­τέ­λη­ξε, «η σύ­γκρου­ση με αυ­τή τη λο­γι­κή δεν μπο­ρεί να πε­ρά­σει α­πό μια συμ­φω­νία με­τα­ξύ κοι­νω­νι­κών τά­ξεων, χρειά­ζε­ται να πε­ρά­σει α­πό μια α­να­νέω­ση α­πό τα κά­τω του τρό­που με τον ο­ποίο θα κα­λύ­πτο­νται οι α­νά­γκες της οι­κο­νο­μίας. Η α­νά­πτυ­ξη αλ­λη­λεγ­γύης και δο­μών κοι­νω­νι­κής οι­κο­νο­μίας ε­γκυ­μο­νεί δο­μές σχε­δια­σμού της οι­κο­νο­μίας σε σχέ­ση με τις α­νά­γκες. Αυ­τό εί­ναι το ζή­τη­μα που θέ­τουν οι δο­μές αλ­λη­λεγ­γύης που α­να­πτύσ­σο­νται σή­με­ρα. Όλες οι πρω­το­βου­λίες που παίρ­νο­νται σή­με­ρα σε αυ­τήν την κα­τεύ­θυν­ση έ­χουν μια ε­ξαι­ρε­τι­κά ρι­ζο­σπα­στι­κή δυ­να­μι­κή, η ο­ποία δεν εί­ναι βέ­βαια εγ­γυη­μέ­νη, μπο­ρεί ό­μως να βά­λει τις βά­σεις για έ­να νέο τρό­πο κα­θο­ρι­σμού των α­να­γκών».

Χει­ρα­φέ­τη­ση ή εν­σω­μά­τω­ση;

Η πρώ­τη πα­ρέμ­βα­ση α­πό το κοι­νό α­νέ­δει­ξε τον «κίν­δυ­νο να μπερ­δέ­ψου­με δύο δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα: υ­πάρ­χει έ­να πρω­το­πό­ρο κι­νη­μα­τι­κό ε­πί­πε­δο, που δη­μιουρ­γεί εγ­χει­ρή­μα­τα κοι­νω­νι­κής και αλ­λη­λέγ­γυας οι­κο­νο­μίας, π.χ. κοι­νω­νι­κά ια­τρεία, και υ­πάρ­χει και έ­να άλ­λο ε­πί­πε­δο, το ο­ποίο εί­ναι πιο θε­σμι­κό και ε­παγ­γελ­μα­τι­κό». Ανα­κύ­πτει δη­λα­δή το ε­ρώ­τη­μα που ή­δη δι­χά­ζει: «Μια κυ­βέρ­νη­ση της α­ρι­στε­ράς ο­φεί­λει μεν να θε­σμο­θε­τή­σει έ­να νο­μι­κό πλαί­σιο που να διευ­κο­λύ­νει τέ­τοια εγ­χει­ρή­μα­τα, αλ­λά πώς ο­φεί­λει να το­πο­θε­τη­θεί στο ζή­τη­μα των ε­πι­χο­ρη­γή­σεω­ν-ε­πι­δο­τή­σεων τέ­τοιων εγ­χει­ρη­μά­τω­ν; Υπάρ­χει, δη­λα­δή, κίν­δυ­νος εν­σω­μά­τω­σης τε­λι­κά κι­νη­μά­των που ξε­κί­νη­σαν ως χει­ρα­φε­τη­τι­κά».
Μια πρώ­τη α­πά­ντη­ση ήρ­θε πά­λι «α­πό τα κά­τω»: «Η ι­στο­ρία και η ε­μπει­ρία έ­χει δια­χω­ρί­σει τα δύο πε­δία. Στη φά­ση που βρι­σκό­μα­στε, εί­μα­στε σε μια ε­ξε­λισ­σό­με­νη δια­δι­κα­σία, που χρειά­ζε­ται να α­να­ζη­τή­σου­με και να συν­θέ­σου­με νέες ει­κό­νες για να κά­νου­με τις ε­πι­λο­γές μας. Υπάρ­χει και η πα­ρά­με­τρος της ι­στο­ρι­κής συ­γκυ­ρίας που μας φέρ­νει μπρο­στά σε νέες ε­πι­λο­γές. Αφε­νός, χρειά­ζε­ται να κα­τα­λά­βου­με τον και­νούρ­γιο πο­λι­τι­κό χώ­ρο της οι­κο­νο­μίας που α­νοί­γε­ται μπρο­στά μας, α­φε­τέ­ρου να α­ξιο­ποιή­σου­με μια ε­μπει­ρία που ή­δη υ­πάρ­χει στην Ελλά­δα με τις προ­σο­μοιω­μέ­νες κοι­νω­νι­κές ε­πι­χει­ρή­σεις, των ο­ποίων η δη­μιουρ­γία προέ­κυ­ψε α­πό μια συ­νο­μι­λία με την ευ­ρω­παϊκή ε­μπει­ρία. Οι πρα­κτι­κές και οι ε­πι­λο­γές μας έ­χουν α­νά­γκη να πλαι­σιω­θούν και με τους πο­λι­τι­κούς στό­χους που θα βά­λου­με και με την α­να­τρο­πή που θα κα­τα­φέ­ρου­με πρώ­τα α­πό ό­λα στον ί­διο μας τον ε­αυ­τό».
Η συ­ζή­τη­ση συ­νε­χί­στη­κε με μια τρί­τη πα­ρέμ­βα­ση: «Πλέ­ον δεν α­να­με­τρώ­μα­στε με έ­να δέ­ον γε­νέ­σθαι που έ­χει να κά­νει με έ­να άλ­λο κοι­νω­νι­κό μο­ντέ­λο, αλ­λά και με πραγ­μα­τι­κό­τη­τες ό­πως η ε­πι­βίω­ση και η ε­ξα­θλίω­ση. Εδώ και χρό­νια που αν­τλού­με ε­μπει­ρία κυ­ρίως α­πό τη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, δια­κρί­νο­νται δύο προ­σεγ­γί­σεις. Η μία έ­λε­γε ό­τι εάν η κα­τα­πιε­σμέ­νη ερ­γα­τι­κή τά­ξη δεν κα­τα­λά­βει την ε­ξου­σία, ώ­στε να ορ­γα­νώ­σει την πα­ρα­γω­γή σε σο­σια­λι­στι­κή βά­ση, δεν υ­πάρ­χει ελ­πί­δα. Η άλ­λη, κυ­ρίως με­τά το Μάη του 68, έ­λε­γε ό­τι δεν θα κα­τα­λά­βου­με πρώ­τα την πο­λι­τι­κή ε­ξου­σία, αλ­λά θα δη­μιουρ­γή­σου­με ε­στίες και νη­σί­δες που θα πε­ρι­κυ­κλώ­σουν τον κα­πι­τα­λι­σμό και θα λει­τουρ­γή­σου­με με έ­να άλ­λο τρό­πο με­γά­λα τμή­μα­τα της ί­διας της οι­κο­νο­μίας. Χρειά­ζε­ται να πα­λεύου­με να αλ­λά­ζουν οι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις, αλ­λά να δη­μιουρ­γού­με πα­ράλ­λη­λα μια υ­πο­δο­μή του κι­νή­μα­τος, με μορ­φές ορ­γά­νω­σης και τρό­πους ζωής. Το ζή­τη­μα που έ­χου­με μπρο­στά μας εί­ναι πώς οι άν­θρω­ποι που θα συ­να­ντη­θούν στο πλαί­σιο ε­νός εγ­χει­ρή­μα­τος, θα ορ­γα­νώ­σουν έ­να σύ­στη­μα α­ντι­πα­ρά­θε­σης με το υ­πάρ­χον, πώς οι άν­θρω­ποι που θα συ­να­ντη­θούν στο πλαί­σιο μορ­φών ορ­γά­νω­σης του α­γώ­να, θα μπο­ρέ­σουν να πα­ρά­ξουν σχέ­σεις και πα­ρα­δείγ­μα­τα για κά­τι άλ­λο. Πα­ράλ­λη­λα, τα κοι­νω­νι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα εί­ναι σω­στό, και ό­χι α­να­πό­φευ­κτο, να έ­χουν διεκ­δι­κή­σεις α­πέ­να­ντι στο κρά­τος και αυ­τό δεν μειώ­νει την αυ­το­νο­μία τους. Ο για­τρός του κοι­νω­νι­κού ια­τρείου δεν πρέ­πει να πλη­ρώ­νε­ται, μπο­ρεί ό­μως το κοι­νω­νι­κό ια­τρείο να α­παι­τή­σει ια­τρι­κό ε­ξο­πλι­σμό; Να α­παι­τή­σει οι πα­ρα­πο­μπές που κά­νει να γί­νο­νται δε­κτές α­πό το νο­σο­κο­μείο;»

Αλλη­λεγ­γύη και κοι­νω­νι­κή οι­κο­νο­μία

Μια α­κό­μα πα­ρέμ­βα­ση υ­πο­γράμ­μι­σε ό­τι «η κοι­νω­νι­κή οι­κο­νο­μία εί­ναι μια α­πά­ντη­ση στην κρί­ση του κα­πι­τα­λι­σμού, ε­νώ η αλ­λη­λέγ­γυα οι­κο­νο­μία εί­ναι μια α­πά­ντη­ση στον κα­πι­τα­λι­σμό. Αυ­τή η συ­ζή­τη­ση αλ­λιώς θα γι­νό­ταν πριν 5-10 χρό­νια και αλ­λιώς γί­νε­ται σή­με­ρα. Σή­με­ρα χρειά­ζε­ται να α­να­πτύ­ξου­με την αλ­λη­λέγ­γυα οι­κο­νο­μία στα ό­ρια της ε­ξου­σίας των α­στών. Όταν θέ­λουν να κλεί­σουν έ­να σχο­λείο, θα πα­λέ­ψου­με να μην κλεί­σει. Αν ό­μως κλεί­σει, τό­τε να α­να­πτύ­ξου­με μορ­φές λαϊκής παι­δείας. Αν δη­μιουρ­γή­σου­με έ­να με­γά­λο πλέγ­μα δο­μών αλ­λη­λεγ­γύης στα ό­ρια της ε­ξου­σίας, τό­τε μπο­ρεί αυ­τό να α­πο­κτή­σει πο­λι­τι­κή δύ­να­μη και να αλ­λά­ξει συ­σχε­τι­σμούς μέ­σα στην κοι­νω­νία. Εδώ υ­πει­σέρ­χε­ται ο ρό­λος της κυ­βέρ­νη­σης της α­ρι­στε­ράς».
Κλεί­νο­ντας τη συ­ζή­τη­ση, ο Πέ­τρος Λι­νάρ­δος Ρυλ­μόν ση­μείω­σε ό­τι «το δια­κύ­βευ­μα δεν εί­ναι πώς η αλ­λη­λέγ­γυα ή η κοι­νω­νι­κή οι­κο­νο­μία με τη μία ή την άλ­λη μορ­φή θα κα­λύ­ψει τα κε­νά του κα­πι­τα­λι­σμού. Χρειά­ζε­ται να δού­με αυ­τή τη συ­ζή­τη­ση στις με­γά­λες της δια­στά­σεις. Πώς δη­λα­δή η πρω­το­βου­λία σε το­πι­κό ε­πί­πε­δο θα συν­δε­θεί με κε­ντρι­κές πο­λι­τι­κές α­πο­φά­σεις. Χρειά­ζε­ται να προ­σαρ­μό­σου­με τον τρό­πο με τον ο­ποίο βλέ­που­με την πα­ρέμ­βα­ση μας σε μια κο­ντι­νή μελ­λο­ντι­κή κοι­νω­νία, με την α­φή­γη­ση που έ­χου­με για την ε­ξέ­λι­ξη του κα­πι­τα­λι­σμού. Αυ­τό που κα­τά­φε­ρε ο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός εί­ναι ό­τι, ε­νώ έ­σπα­σε ο δια­χω­ρι­σμός με­τα­ξύ διοί­κη­σης και ερ­γα­σίας, ε­λέγ­χει την πα­ρα­γω­γή γνώ­σης και την και­νο­το­μία και υ­πε­ρεκ­με­ταλ­λεύε­ται την ερ­γα­σία, ό­που δεν υ­πάρ­χει πα­ρα­γω­γή και­νούρ­γιου.
»Ο α­ντα­γω­νι­σμός με τον κα­πι­τα­λι­σμό και η δυ­να­τό­τη­τα να με­τα­μορ­φω­θεί αυ­τή η κοι­νω­νία χρειά­ζε­ται να πε­ρά­σει μέ­σα α­πό την α­ξιο­ποίη­ση των αν­θρώ­πι­νων μυα­λών και της και­νο­το­μίας που μπο­ρούν να πα­ρά­ξουν. Η βα­σι­κή μά­χη που δί­νου­με, εί­ναι για το πε­πρω­μέ­νο μας, για το μέλ­λον μας, χρειά­ζε­ται να σκε­φτού­με το μέλ­λον μας μό­νοι μας».


ΜΙΑ ΚΑΙ­ΡΙΑ ΣΥ­ΝΑΡ­ΘΡΩ­ΣΗ

Δη­μό­σια πο­λι­τι­κή και αλ­λη­λέγ­γυα οι­κο­νο­μία


Η λε­γό­με­νη αλ­λη­λέγ­γυα οι­κο­νο­μία (economie solidaire) έ­χει ει­σβά­λει με τέ­τοιο σφρί­γος στη δη­μό­σια ζωή, έ­τσι ώ­στε κά­θε τυ­χόν δεύ­τε­ρη σκέ­ψη γύ­ρω α­πό το νό­η­μα και τις εκ­φάν­σεις της να κρί­νε­ται δια­μιάς ως μεμ­ψί­μοι­ρη, α­νε­πί­και­ρη ή βα­θιά συ­ντη­ρη­τι­κή. Ως εγ­χεί­ρη­μα, θα υ­πο­στη­ρί­ζα­με, ε­μπε­ριέ­χει δύο πτυ­χές: Θα μπο­ρού­σα­με να α­πο­κα­λέ­σου­με τη μία α­μυ­ντι­κή (κί­νη­ση α­νά­κτη­σης δι­καιω­μά­των σχε­τι­κών με τη δια­βίω­ση) και την άλ­λη ε­πι­θε­τι­κή (συλ­λο­γι­κό πα­ρά­δειγ­μα δη­μο­κρα­τι­κής α­να­σύ­στα­σης «α­πό τα κά­τω» του κοι­νω­νι­κού δε­σμού). Ισχυ­ρι­ζό­μα­στε ε­δώ ό­τι η ευό­δω­ση ε­νός τέ­τοιου α­να­γκαίου και α­ξιό­τι­μου πο­λι­τι­κού σχε­δίου προϋπο­θέ­τει ο­ρι­σμέ­νες, κρι­τι­κά συ­μπλη­ρω­μα­τι­κές, δια­σα­φή­σεις και στο­χεύ­σεις. Ας ε­ξη­γη­θού­με.

Σε κά­θε κοι­νω­νι­κό σχη­μα­τι­σμό με α­να­πτυγ­μέ­νο κα­τα­με­ρι­σμό ερ­γα­σίας, α­παι­τεί­ται μια σει­ρά α­νε­ξά­λει­πτων ό­ρων, έ­τσι ώ­στε η κοι­νω­νία να μπο­ρεί, πριν α­πό ο­τι­δή­πο­τε άλ­λο, να υ­φί­στα­ται και να α­να­πα­ρά­γε­ται ως τέ­τοια. Η κοι­νω­νι­κή προ­στα­σία εί­ναι έ­νας τέ­τοιος ό­ρος. Η πρό­σβα­ση των αν­θρώ­πων σε ό­ρους, ό­χι α­πλώς βιώ­σι­μης αλ­λά α­ξιο­πρε­πούς, α­να­πα­ρα­γω­γής του ε­αυ­τού τους δεν εί­ναι κά­τι που ε­φό­σον υ­πάρ­χει κοι­νω­νία (υ­πο­θε­τι­κά) κα­λό εί­ναι να ε­πι­διώ­κε­ται, αλ­λά κά­τι που, ώ­στε να υ­πάρ­χει κοι­νω­νία (κα­τη­γο­ρι­κά) πρέ­πει να δια­σφα­λί­ζε­ται.
Θα μπο­ρού­σα­με να α­πο­κα­λέ­σου­με κοι­νω­νι­κά δί­καιο κά­θε κοι­νω­νι­κό σχη­μα­τι­σμό που τεί­νει σε κα­το­χύ­ρω­ση της ί­σης βιο­τι­κής α­ξιο­πρέ­πειας ό­λων των αν­θρώ­πων. Ταυ­τό­χρο­να δε και σε προσ­διο­ρι­σμέ­νη άρ­νη­ση, να ε­ντο­πί­ζου­με και να α­ντι­μα­χό­μα­στε ε­στίες κοι­νω­νι­κής α­νε­λευ­θε­ρίας και ά­νι­σης πρό­σβα­σης σε α­ξιο­βίω­τη ζωή (: κοι­νω­νι­κές α­δι­κίες).
Γί­νε­ται φα­νε­ρό ό­τι μια τέ­τοια ε­πι­τα­γή φέ­ρει το χα­ρα­κτή­ρα τό­σο του δι­καιώ­μα­τος ό­σο και του κα­θή­κο­ντος. Ανά­πο­δη ό­ψη του ί­σου δι­καιώ­μα­τος ό­λω­ν για πρό­σβα­ση σε ό­ρους κοι­νω­νι­κής α­να­πα­ρα­γω­γής α­πο­τε­λεί το α­να­λο­γι­κό κα­θή­κον εκ μέ­ρους ό­λω­ν στην κα­το­χύ­ρω­ση τέ­τοιων ό­ρων. Η γλώσ­σα του δι­καιώ­μα­τος και του κα­θή­κο­ντος εί­ναι ά­κρως ση­μαί­νου­σα, διό­τι α­κρι­βώς διερ­μη­νεύει την κα­θο­λι­κό­τη­τα και τη δε­σμευ­τι­κό­τη­τα μιας τέ­τοιας ε­πι­τα­γής. Από τη μια, ε­μπλέ­κο­νται ό­λοι ως συν­δι­καιού­χοι και αλ­λη­λό­χρε­οι. Ενώ α­πό την άλ­λη, μο­νά­χα η ορ­γα­νω­μέ­νη πο­λι­τεία ως ε­νω­μέ­νη βού­λη­ση ό­λων δύ­να­ται να τη δια­σφα­λί­ζει.

Το κοι­νω­νι­κό κρά­τος

Υπ’ αυ­τή την έν­νοια, η κοι­νω­νι­κή προ­στα­σία α­φο­ρά έ­να α­γα­θό που α­να­κα­τα­νέ­με­ται, με­τα­ξύ αυ­τών που ε­γεί­ρουν θε­με­λιώ­δες δι­καίω­μα για την πα­ρο­χή και ε­κεί­νων που φέ­ρουν το οι­κο­νο­μι­κό της βά­ρος. Έτσι, για την πα­ρο­χή μέ­σων ι­κα­νο­ποίη­σης βα­σι­κών α­να­γκών και τη δια­σφά­λι­ση α­πο­δε­κτών ε­πι­πέ­δων κοι­νω­νι­κο-οι­κο­νο­μι­κής α­σφά­λειας ως δι­καίω­μα, θε­με­λια­κή εί­ναι μια θέ­σμι­ση κοι­νω­νι­κού κρά­τους, ε­ντε­ταλ­μέ­νη με διοι­κη­τι­κές ε­ξου­σίες (: φο­ρο­λο­γίας ει­σο­δή­μα­τος, δη­μό­σιας οι­κο­νο­μίας, διευ­θέ­τη­σης, α­κό­μη δε και πε­ρι­στο­λής, ι­διο­κτη­σια­κών δι­καιω­μά­των κ.ο.κ.).
Με ό­ρους πα­ρα­δο­μέ­νης ι­στο­ρι­κής ε­μπει­ρίας, φο­ρέ­ας υ­λο­ποίη­σης ε­νός τέ­τοιου μη­χα­νι­σμού α­πο­τέ­λε­σε και α­πο­τε­λεί το κοι­νω­νι­κό κρά­τος. Ασφα­λώς, το ποιοι εί­ναι α­κρι­βώς οι θε­σμοί που υ­λο­ποιούν ε­παρ­κέ­στε­ρα την «ε­νω­μέ­νη βού­λη­ση» εί­ναι κά­τι α­νοι­κτό στον κρι­τι­κό στο­χα­σμό και στον πο­λι­τι­κό α­ντα­γω­νι­σμό. Τί­πο­τα δεν α­πο­κλείει, δη­λα­δή, την α­ξία της αλ­λη­λεγ­γύης να την εν­σαρ­κώ­νουν στο μέλ­λον άλ­λου τύ­που δη­μό­σιες θε­σμί­σεις, σε συν­θή­κες υ­πέρ­βα­σης του πο­λι­τι­κού δια­φο­ρι­σμού α­νά­με­σα σε κυ­βερ­νώ­ντες και κυ­βερ­νώ­με­νους. Πά­ντο­τε, ό­μως, κά­τω α­πό τον ε­ξής α­ξια­κό α­στε­ρι­σμό: η αλ­λη­λεγ­γύη ή θα εί­ναι δη­μό­σια και ε­ξα­να­γκα­στή ή δεν θα υ­πάρ­ξει –ε­νώ η κοι­νω­νι­κή προ­στα­σία ή θα εί­ναι για ό­λους ή τί­πο­τα.

Κοι­νω­νι­κή ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τα και ε­θε­λο­ντι­σμός

Μπο­ρού­με, πια, να ε­πι­στρέ­ψου­με στην κοι­νω­νι­κή οι­κο­νο­μία. Εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κό να ε­πι­χει­ρη­θεί μια διτ­τή ο­ριο­θέ­τη­ση της έν­νοιας: α­φε­νός α­πό την κοι­νω­νι­κή ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τα, α­φε­τέ­ρου α­πό τον ε­θε­λο­ντι­σμό της λε­γό­με­νης κοι­νω­νίας των πο­λι­τών. Όχι μό­νο, ως προς την πρώ­τη, για­τί ε­νίο­τε δυ­σκο­λεύε­ται να δια­χω­ρί­σει τον ε­αυ­τό της α­πό την κα­πι­τα­λι­στι­κή ε­ξύ­μνη­ση του «και­νο­τό­μου δυ­να­μι­σμού» και του «υ­πεύ­θυ­νου ε­πι­χει­ρείν». Ού­τε πά­λι μό­νο, ως προς το δεύ­τε­ρο, για­τί την υ­πο­κα­τά­στα­ση κοι­νω­νι­κής πο­λι­τι­κής α­πό εν­διά­με­σους χώ­ρους κοι­νω­νίας των πο­λι­τών (ΜΚΟ, φι­λαν­θρω­πι­κές ορ­γα­νώ­σεις κτλ.) κα­θα­γιά­ζουν κα­τε­ξο­χήν τα νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρα ευαγ­γέ­λια. Αλλά κυ­ρίως για­τί θα πρέ­πει να δια­σφα­λί­ζε­ται η κα­θο­λι­κό­τη­τα της κοι­νω­νι­κής προ­στα­σίας και η δε­σμευ­τι­κό­τη­τα της κοι­νω­νι­κής αλ­λη­λεγ­γύης, πράγ­μα­τα που μό­νο το (τό­σο βαλ­λό­με­νο) κοι­νω­νι­κό κρά­τος μπο­ρεί να ε­πι­τυγ­χά­νει.
Εί­ναι α­σφα­λώς πο­λι­τι­κά κρί­σι­μο να ε­νερ­γο­ποιού­νται κοι­τά­σμα­τα αυ­το­προ­σφο­ράς και κοι­νω­νι­κής αυ­το­δια­χεί­ρι­σης, να πλη­θαί­νουν και να βα­θαί­νουν ε­ξωα­νταλ­λα­κτι­κές νη­σί­δες κοι­νω­νι­κών α­γα­θών. Πε­ραι­τέ­ρω, εί­ναι ε­πι­τα­κτι­κό με­γά­λα στρώ­μα­τα πο­λι­τών να πο­ρί­ζο­νται ε­λεύ­θε­ρα α­γα­θά και υ­πη­ρε­σίες (βλ. κοι­νω­νι­κά ια­τρεία, πα­ντο­πω­λεία, δω­ρεάν ε­νι­σχυ­τι­κή δι­δα­σκα­λία κ.ο.κ.). Τί­πο­τα, ό­μως, δεν θα μπο­ρού­σε να ε­πα­λη­θεύ­σει μια υ­πό­θε­ση γε­νί­κευ­σής ε­νός τέ­τοιου πα­ρα­δείγ­μα­τος σε συλ­λο­γι­κή κλί­μα­κα. Ού­τε κά­τι τέ­τοιο, α­πό μό­νο του, συ­νι­στά πρό­τυ­πο συ­νο­λι­κής α­να­δό­μη­σης του οι­κο­νο­μι­κού βίου, σε συν­θή­κες σύγ­χρο­νου και α­νε­πτυγ­μέ­νου κα­τα­με­ρι­σμού ερ­γα­σίας.
Τέ­λος –και πιο ση­μα­ντι­κό– τού­το κα­θαυ­τό μπο­ρεί κάλ­λι­στα να συ­νυ­πάρ­χει με τις διά­φο­ρες εκ­φάν­σεις η­θι­κο-πο­λι­τι­κής χυ­δαιό­τη­τας που σή­με­ρα πα­ρε­λαύ­νου­ν: Ενώ ο­λοέ­να και πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι (σί­γου­ρα πολ­λοί, αλ­λά εκ των πραγ­μά­των ό­χι ό­λοι) θα κα­τα­φεύ­γουν σε υ­πη­ρε­σίες κοι­νω­νι­κής οι­κο­νο­μίας, οι ι­διο­κτή­τες μέ­σων πα­ρα­γω­γής θα συ­νε­χί­ζουν να πο­ρί­ζο­νται α­πλή­ρω­τη υ­πε­ρα­ξία, οι με­γα­λο­ει­σο­δη­μα­τού­χοι να φο­ρο­α­παλ­λάσ­σο­νται και οι διά­φο­ροι Ζε­ράρ Ντε­παρ­ντιέ του κό­σμου τού­του να νο­μί­ζουν ό­τι λο­γο­δο­τούν α­πο­κλει­στι­κά και μό­νο στον τα­λα­ντού­χο ε­αυ­τό τους.
Η α­πο­ε­μπο­ρευ­μα­το­ποίη­ση, κα­θώς λέ­γε­ται, των ποι­κί­λων σφαι­ρών της κοι­νω­νι­κής μας ζωής μπο­ρεί να ε­πι­τυγ­χά­νε­ται μό­νο και ταυ­τό­χρο­να, τό­σο «α­πό τα πά­νω» ό­σο κι «α­πό τα κά­τω». Αφε­νός με μια, ας την α­πο­κα­λέ­σου­με α­ρι­στε­ρή, πο­λι­τι­κή ε­ξου­σία, που δια­σφα­λί­ζει το δη­μό­σιο χα­ρα­κτή­ρα των «κοι­νών» (κοι­νω­νι­κά α­γα­θά, υ­πη­ρε­σίες, ό­σο και κά­ποια του­λά­χι­στο βα­σι­κά μέ­σα πα­ρα­γω­γής). Αφε­τέ­ρου με μια, ας την α­πο­κα­λέ­σου­με κι­νη­μα­τι­κή, ε­μπλο­κή των πο­λι­τών στη δη­μο­κρα­τι­κή δια­χεί­ρι­ση και προ­α­γω­γή των συλ­λο­γι­κών α­γα­θών. Θα ά­ξι­ζε να δια­βα­στεί η κα­τά Που­λα­ντζά έν­νοια της συ­νάρ­θρω­σης σε μια τέ­τοια κα­τεύ­θυν­ση.

Στέρ­γιος Μή­τας




Η ε­μπει­ρία της Αργε­ντι­νής

Η Μυρ­τώ Λα­ζα­ρί­δου, ξε­κι­νώ­ντας να πε­ρι­γρά­ψει την ε­μπει­ρία της στην Αργε­ντι­νή, ε­πι­σή­μα­νε ό­τι ο ι­σχυ­ρι­σμός που α­κού­γε­ται α­πό πολ­λούς ό­τι η αυ­το­δια­χεί­ρι­ση προ­κύ­πτει α­πό την κρί­ση, α­ναι­ρεί­ται στο πα­ρά­δειγ­μα της Αργε­ντι­νής. Ακό­μα και ό­ταν η κρί­ση κα­τα­λα­γιά­ζει και εμ­φα­νί­ζο­νται εκ νέ­ου ψήγ­μα­τα κοι­νω­νι­κής πο­λι­τι­κής στην Αργε­ντι­νή, τα εγ­χει­ρή­μα­τα αυ­το­δια­χεί­ρι­σης ε­ξα­κο­λου­θούν να υ­πάρ­χουν και να αυ­ξά­νο­νται.

Στη βο­ρειό­τε­ρη ε­παρ­χία της Αργε­ντι­νής, στα σύ­νο­ρα με τη Βο­λι­βία, στο Χου­χούι, ήρ­θα­με σε ε­πα­φή με το Λαϊκό Μέ­τω­πο Ντα­ρίο Σα­ντι­γιά­ν* (Frente Popular Dario Santillan), το ο­ποίο δη­μιουρ­γή­θη­κε το 2004 α­πό συ­νε­λεύ­σεις και ε­πι­τρο­πές α­νέρ­γων, αλ­λά και γει­το­νιάς με­τα­γε­νέ­στε­ρα, οι ο­ποίες δη­μιουρ­γή­θη­καν με τη σει­ρά τους, α­πό τα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του 90, α­πό την εμ­φά­νι­ση των πι­κε­τέ­ρος. Οι πι­κε­τέ­ρος εί­ναι ά­νερ­γοι, που, α­φού δεν μπο­ρούν να α­σκή­σουν πίε­ση μέ­σω της α­περ­γίας, α­πο­φα­σί­ζουν να κλεί­νουν δρό­μους και να ε­μπο­δί­ζουν τη με­τα­φο­ρά προϊό­ντων. Η συ­νι­στα­μέ­νη ό­που συ­να­ντώ­νται οι συμ­με­τέ­χο­ντες στο Λαϊκό Μέ­τω­πο εί­ναι ό­τι εί­ναι α­ντιι­μπε­ρια­λι­στές, α­ντι­κα­πι­τα­λι­στές και ε­νά­ντια στην πα­τριαρ­χι­κή ορ­γά­νω­ση της κοι­νω­νίας. Στό­χος τους εί­ναι η χει­ρα­φέ­τη­ση των α­πό κά­τω και η λαϊκή ε­ξου­σία. Εμείς ήρ­θα­με σε ε­πα­φή με το κί­νη­μα σε έ­να υ­πο­βαθ­μι­σμέ­νο προά­στιο της πρω­τεύου­σας της ε­παρ­χίας του Χου­χούι, Παλ­πα­λά, μιας ερ­γα­τού­πο­λης που χτί­στη­κε γύ­ρω α­πό έ­να ερ­γο­στά­σιο σι­δη­ρουρ­γίας, το ο­ποίο κά­πο­τε α­πα­σχο­λού­σε 8.000 ερ­γά­τες, ξε­που­λή­θη­κε σε Γάλ­λους, Ιτα­λούς και Αμε­ρι­κά­νους, για να κα­τα­λή­ξει σή­με­ρα να υ­πο­λει­τουρ­γεί με 800 ερ­γά­τες. Εκεί α­πο­φα­σί­ζε­ται α­πό το Λαϊκό Μέ­τω­πο να φτια­χτεί μια βι­βλιο­θή­κη, σε χώ­ρο κα­τει­λημ­μέ­νο, ό­πως άλ­λω­στε και οι κλή­ροι γης και τα σπί­τια τρι­γύ­ρω.
Η προ­σπά­θεια ξε­κι­νά με την ορ­γά­νω­ση σε­μι­να­ρίων μου­σι­κής, πα­ρα­δο­σια­κών χο­ρών κ.ά. Στη συ­νέ­χεια διορ­γα­νώ­νε­ται μια δρά­ση ό­που πα­ρέ­χε­ται α­πό το Μέ­τω­πο γά­λα και κο­λα­τσιό σε πι­τσι­ρί­κια, η ο­ποία συ­γκε­ντρώ­νει μα­ζί με τα παι­διά και τους γο­νείς. Γύ­ρω α­πό αυ­τές τις δρά­σεις δη­μιουρ­γεί­ται μια συ­νέ­λευ­ση, η ο­ποία α­πο­φα­σί­ζει να μπει στο Μέ­τω­πο, γε­γο­νός που δεν εί­ναι κα­θό­λου αυ­το­νό­η­το. Σε αυ­τή τη φά­ση ξε­κι­νά μια προ­σπά­θεια να βρε­θεί οι­κο­νο­μι­κή ε­νί­σχυ­ση, με δύο τρό­πους: εί­τε με δρα­στη­ριό­τη­τες που προ­σελ­κύουν κό­σμο (ό­πως συλ­λο­γι­κές κου­ζί­νες και λο­τα­ρίες) εί­τε με α­να­ζή­τη­ση κοι­νω­νι­κών πλά­νων και ε­πι­δο­μά­των. Σε αυ­τό το τε­λευ­ταίο, υ­πάρ­χει μια σχέ­ση με την κυ­βέρ­νη­ση Κίρσ­νε­ρ, η ο­ποία ε­νι­σχύει τις ορ­γα­νώ­σεις με ε­πι­δό­μα­τα. Αυ­τό δεν εί­ναι α­πλό, εί­ναι προϊόν διεκ­δι­κή­σεων και α­γώ­να. Όσο πιο με­γά­λη εί­ναι η ο­μά­δα που διεκ­δι­κεί, και ά­ρα η πίε­ση που α­σκεί, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πι­τυγ­χά­νει το στό­χο της.
Ταυ­τό­χρο­να, ε­πι­χει­ρεί­ται να δη­μιουρ­γη­θεί μια ο­μά­δα πα­ρα­γω­γής συ­σκευα­σμέ­νων τρο­φί­μων, για το αρ­χι­κό κε­φά­λαιο της ο­ποίας συμ­με­τέ­χουν ό­λοι με τη βοή­θεια των ε­πι­δο­μά­των, που τε­λι­κά κα­τα­λή­γει να συ­στα­θεί ως κοο­πε­ρα­τί­βα, λό­γω της νο­μι­κής διευ­κό­λυν­σης που πα­ρέ­χε­ται σε αυ­τή τη μορ­φή ορ­γά­νω­σης.
Αντί­στοι­χα, στο Παλ­πα­λά η ο­μά­δα α­πο­φα­σί­ζει να φτιά­ξει μια μι­κρή υ­φα­ντουρ­γι­κή μο­νά­δα. Ωστό­σο, κα­νέ­νας α­πό ό­σους το α­πο­φα­σί­ζουν δεν ξέ­ρει τη δου­λειά και δεν υ­πάρ­χει χώ­ρος και μη­χα­νή­μα­τα. Με­τά α­πό γρα­φειο­κρα­τι­κές δια­δι­κα­σίες, έ­γι­νε δε­κτό το αί­τη­μα και α­να­μέ­νε­ται να έρ­θουν μη­χα­νή­μα­τα και ει­δι­κοί που θα εκ­παι­δεύ­σουν τους εν­δια­φε­ρό­με­νους.
Ση­μα­ντι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της λει­τουρ­γίας της ο­μά­δας εί­ναι η ε­ναλ­λα­γή, ο­πό­τε σχε­δόν υ­πο­χρεω­τι­κά δια­φο­ρε­τι­κοί άν­θρω­ποι κά­θε χρό­νο α­να­λαμ­βά­νουν δια­φο­ρε­τι­κές δου­λειές, με α­πο­τέ­λε­σμα ό­λοι να μα­θαί­νουν δια­φο­ρε­τι­κές δου­λειές.
Επί­σης, λει­τουρ­γεί η λε­γό­με­νη φορ­μα­σιόν, δη­λα­δή μια προ­σπά­θεια για πρω­ταρ­χι­κή ι­δε­ο­λο­γι­κή συ­γκρό­τη­ση, α­φού το χα­μη­λό μορ­φω­τι­κό ε­πί­πε­δο εί­ναι κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των συμ­με­τε­χό­ντων.
Τέ­λος, υ­πάρ­χει, κα­τα­στα­τι­κά θε­σπι­σμέ­νη, μια τα­κτι­κή δια­σύν­δε­ση των δια­φο­ρε­τι­κών ο­μά­δων α­νά ε­παρ­χία, αλ­λά και ευ­ρύ­τε­ρα.

* Ο Ντα­ρίο Σα­ντι­γιάν εί­ναι έ­νας α­γω­νι­στής τον ο­ποίο σκό­τω­σε η α­στυ­νο­μία σε μια με­γά­λη πο­ρεία στην Αβε­για­νέ­δα, μα­ζί με τον Μα­ξι­μι­λιά­νο Κο­στέ­κι. Η κυ­βέρ­νη­ση αρ­χι­κά εί­χε αρ­νη­θεί τη δο­λο­φο­νία των δύο α­γω­νι­στών αλ­λά, ό­ταν δη­μο­σιο­ποιή­θη­κε βί­ντεο που έ­δει­χνε α­στυ­νο­μι­κούς να σκο­τώ­νουν τον Σα­ντι­γιάν, ο τό­τε πρό­ε­δρος της Αργε­ντι­νής Ντουάλ­ντε α­να­γκά­στη­κε να πα­ραι­τη­θεί και να δώ­σει τη σκυ­τά­λη στον Κίρσ­νερ.

http://www.epohi.gr/portal/perivallon/13729-ssss-sss-sss--s---s-


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου