Η ριζοσπαστική δύναμη της κοινωνικής οικονομίας
Η συζήτηση, που διοργάνωσε την περασμένη Τετάρτη το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, με θέμα την κοινωνική οικονομία, την αυτοδιαχείριση και την έμπρακτη αλληλεγγύη, κατέδειξε καταρχάς τη χρησιμότητα και την ανάγκη για ανάλογες συζητήσεις. Εισηγητές ήταν ο οικονομολόγος Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν και η Μυρτώ Λαζαρίδου, μέλος του Δικτύου, η οποία έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αργεντινή και γνώρισε από πρώτο χέρι πειράματα αυτοοργανωμένης οικονομίας. Όπως προκύπτει και από τη συνοπτική παρουσίαση των προβληματισμών που εκτέθηκαν που ακολουθεί, ένα κεντρικό ζήτημα που απασχόλησε τους συμμετέχοντες είναι ο χαρακτήρας και προσανατολισμός που θα δώσουμε στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, αλλά και η σχέση των δομών και εγχειρημάτων με μια κυβέρνηση της αριστεράς.
Επιμέλεια: Ζωή Γεωργούλα

Τη συζήτηση άνοιξε ο Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν επισημαίνοντας ότι «βιώνουμε, αφενός, μια κοινωνική ρήξη που πετάει εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένων ανθρώπων εκτός οποιασδήποτε θεσμικής προοπτικής, εκτός οποιασδήποτε κοινωνικής συμφωνίας μεταξύ των τάξεων, με στόχο μόνο και μόνο τη διατήρηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Αφετέρου, στα διάφορα εγχειρήματα αλληλέγγυας οικονομίας που εμφανίζονται και στην Ελλάδα σήμερα, είμαστε, σε σχέση με το 19ο αιώνα αλλά και με το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, σε εντελώς άλλου επιπέδου κοινωνία από την άποψη των γνώσεων, των εμπειριών και των δεξιοτήτων. Έχουμε σήμερα διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, με εμπειρίες σε επιχειρήσεις, με σημαντικό κεφάλαιο γνώσεων. Επίσης, έχουμε μεγάλες αλλαγές σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές ιεραρχίες. Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου, που είναι μια ανεξάρτητη τάση ιδιαίτερα κατά τη μεταπολεμική περίοδο, συνεισφέρει στο γεγονός ότι συμβαίνουν εγχειρήματα παραγωγικά εξαιρετικά υψηλού επιπέδου, με ικανότητες διαχείρισης και οργάνωσης συλλογικής, που προσφέρουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν πρωτοβουλίες σε πάρα πολλούς τομείς. Το γεγονός αυτό είναι κάτι καινούργιο ιστορικά συμβαδίζει με την ανάγκη και ανοίγει νέες δυνατότητες για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία».
Ριζοσπαστική δύναμη
«Προκύπτει, βέβαια, το ερώτημα», συνέχισε, «τι θέλουμε να κάνουμε εμείς, τι επιδιώκουμε με τα εγχειρήματα αλληλέγγυας οικονομίας. Θα καλύψουμε ένα κενό που αφήνει ο καπιταλισμός, φτιάχνοντας τον τρίτο τομέα της οικονομίας, ή αυτή η ικανότητα και αναγκαιότητα μαζί των εργαζομένων αποτελεί μια επαναστατική δύναμη που μπορεί να ορίσει τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας; Ένα στοιχείο που δίνει μεγάλη σημασία στη δυνατότητα ανάπτυξης αλληλέγγυων εγχειρημάτων, είναι ότι η πολύ βαθιά κρίση και η εξάντληση του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων δεν είναι συνέπεια μιας συγκυριακής κρίσης του καπιταλισμού που προσπαθεί να ξεπεράσει, αλλά της εγκατάστασης του συστήματος σε μια λογική καταστροφική. Συνεπώς», κατέληξε, «η σύγκρουση με αυτή τη λογική δεν μπορεί να περάσει από μια συμφωνία μεταξύ κοινωνικών τάξεων, χρειάζεται να περάσει από μια ανανέωση από τα κάτω του τρόπου με τον οποίο θα καλύπτονται οι ανάγκες της οικονομίας. Η ανάπτυξη αλληλεγγύης και δομών κοινωνικής οικονομίας εγκυμονεί δομές σχεδιασμού της οικονομίας σε σχέση με τις ανάγκες. Αυτό είναι το ζήτημα που θέτουν οι δομές αλληλεγγύης που αναπτύσσονται σήμερα. Όλες οι πρωτοβουλίες που παίρνονται σήμερα σε αυτήν την κατεύθυνση έχουν μια εξαιρετικά ριζοσπαστική δυναμική, η οποία δεν είναι βέβαια εγγυημένη, μπορεί όμως να βάλει τις βάσεις για ένα νέο τρόπο καθορισμού των αναγκών».
Χειραφέτηση ή ενσωμάτωση;
Η πρώτη παρέμβαση από το κοινό ανέδειξε τον «κίνδυνο να μπερδέψουμε δύο διαφορετικά πράγματα: υπάρχει ένα πρωτοπόρο κινηματικό επίπεδο, που δημιουργεί εγχειρήματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, π.χ. κοινωνικά ιατρεία, και υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο, το οποίο είναι πιο θεσμικό και επαγγελματικό». Ανακύπτει δηλαδή το ερώτημα που ήδη διχάζει: «Μια κυβέρνηση της αριστεράς οφείλει μεν να θεσμοθετήσει ένα νομικό πλαίσιο που να διευκολύνει τέτοια εγχειρήματα, αλλά πώς οφείλει να τοποθετηθεί στο ζήτημα των επιχορηγήσεων-επιδοτήσεων τέτοιων εγχειρημάτων; Υπάρχει, δηλαδή, κίνδυνος ενσωμάτωσης τελικά κινημάτων που ξεκίνησαν ως χειραφετητικά».
Μια πρώτη απάντηση ήρθε πάλι «από τα κάτω»: «Η ιστορία και η εμπειρία έχει διαχωρίσει τα δύο πεδία. Στη φάση που βρισκόμαστε, είμαστε σε μια εξελισσόμενη διαδικασία, που χρειάζεται να αναζητήσουμε και να συνθέσουμε νέες εικόνες για να κάνουμε τις επιλογές μας. Υπάρχει και η παράμετρος της ιστορικής συγκυρίας που μας φέρνει μπροστά σε νέες επιλογές. Αφενός, χρειάζεται να καταλάβουμε τον καινούργιο πολιτικό χώρο της οικονομίας που ανοίγεται μπροστά μας, αφετέρου να αξιοποιήσουμε μια εμπειρία που ήδη υπάρχει στην Ελλάδα με τις προσομοιωμένες κοινωνικές επιχειρήσεις, των οποίων η δημιουργία προέκυψε από μια συνομιλία με την ευρωπαϊκή εμπειρία. Οι πρακτικές και οι επιλογές μας έχουν ανάγκη να πλαισιωθούν και με τους πολιτικούς στόχους που θα βάλουμε και με την ανατροπή που θα καταφέρουμε πρώτα από όλα στον ίδιο μας τον εαυτό».
Η συζήτηση συνεχίστηκε με μια τρίτη παρέμβαση: «Πλέον δεν αναμετρώμαστε με ένα δέον γενέσθαι που έχει να κάνει με ένα άλλο κοινωνικό μοντέλο, αλλά και με πραγματικότητες όπως η επιβίωση και η εξαθλίωση. Εδώ και χρόνια που αντλούμε εμπειρία κυρίως από τη Λατινική Αμερική, διακρίνονται δύο προσεγγίσεις. Η μία έλεγε ότι εάν η καταπιεσμένη εργατική τάξη δεν καταλάβει την εξουσία, ώστε να οργανώσει την παραγωγή σε σοσιαλιστική βάση, δεν υπάρχει ελπίδα. Η άλλη, κυρίως μετά το Μάη του 68, έλεγε ότι δεν θα καταλάβουμε πρώτα την πολιτική εξουσία, αλλά θα δημιουργήσουμε εστίες και νησίδες που θα περικυκλώσουν τον καπιταλισμό και θα λειτουργήσουμε με ένα άλλο τρόπο μεγάλα τμήματα της ίδιας της οικονομίας. Χρειάζεται να παλεύουμε να αλλάζουν οι κοινωνικές σχέσεις, αλλά να δημιουργούμε παράλληλα μια υποδομή του κινήματος, με μορφές οργάνωσης και τρόπους ζωής. Το ζήτημα που έχουμε μπροστά μας είναι πώς οι άνθρωποι που θα συναντηθούν στο πλαίσιο ενός εγχειρήματος, θα οργανώσουν ένα σύστημα αντιπαράθεσης με το υπάρχον, πώς οι άνθρωποι που θα συναντηθούν στο πλαίσιο μορφών οργάνωσης του αγώνα, θα μπορέσουν να παράξουν σχέσεις και παραδείγματα για κάτι άλλο. Παράλληλα, τα κοινωνικά εγχειρήματα είναι σωστό, και όχι αναπόφευκτο, να έχουν διεκδικήσεις απέναντι στο κράτος και αυτό δεν μειώνει την αυτονομία τους. Ο γιατρός του κοινωνικού ιατρείου δεν πρέπει να πληρώνεται, μπορεί όμως το κοινωνικό ιατρείο να απαιτήσει ιατρικό εξοπλισμό; Να απαιτήσει οι παραπομπές που κάνει να γίνονται δεκτές από το νοσοκομείο;»
Αλληλεγγύη και κοινωνική οικονομία
Μια ακόμα παρέμβαση υπογράμμισε ότι «η κοινωνική οικονομία είναι μια απάντηση στην κρίση του καπιταλισμού, ενώ η αλληλέγγυα οικονομία είναι μια απάντηση στον καπιταλισμό. Αυτή η συζήτηση αλλιώς θα γινόταν πριν 5-10 χρόνια και αλλιώς γίνεται σήμερα. Σήμερα χρειάζεται να αναπτύξουμε την αλληλέγγυα οικονομία στα όρια της εξουσίας των αστών. Όταν θέλουν να κλείσουν ένα σχολείο, θα παλέψουμε να μην κλείσει. Αν όμως κλείσει, τότε να αναπτύξουμε μορφές λαϊκής παιδείας. Αν δημιουργήσουμε ένα μεγάλο πλέγμα δομών αλληλεγγύης στα όρια της εξουσίας, τότε μπορεί αυτό να αποκτήσει πολιτική δύναμη και να αλλάξει συσχετισμούς μέσα στην κοινωνία. Εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος της κυβέρνησης της αριστεράς».
Κλείνοντας τη συζήτηση, ο Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν σημείωσε ότι «το διακύβευμα δεν είναι πώς η αλληλέγγυα ή η κοινωνική οικονομία με τη μία ή την άλλη μορφή θα καλύψει τα κενά του καπιταλισμού. Χρειάζεται να δούμε αυτή τη συζήτηση στις μεγάλες της διαστάσεις. Πώς δηλαδή η πρωτοβουλία σε τοπικό επίπεδο θα συνδεθεί με κεντρικές πολιτικές αποφάσεις. Χρειάζεται να προσαρμόσουμε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την παρέμβαση μας σε μια κοντινή μελλοντική κοινωνία, με την αφήγηση που έχουμε για την εξέλιξη του καπιταλισμού. Αυτό που κατάφερε ο νεοφιλελευθερισμός είναι ότι, ενώ έσπασε ο διαχωρισμός μεταξύ διοίκησης και εργασίας, ελέγχει την παραγωγή γνώσης και την καινοτομία και υπερεκμεταλλεύεται την εργασία, όπου δεν υπάρχει παραγωγή καινούργιου.
»Ο ανταγωνισμός με τον καπιταλισμό και η δυνατότητα να μεταμορφωθεί αυτή η κοινωνία χρειάζεται να περάσει μέσα από την αξιοποίηση των ανθρώπινων μυαλών και της καινοτομίας που μπορούν να παράξουν. Η βασική μάχη που δίνουμε, είναι για το πεπρωμένο μας, για το μέλλον μας, χρειάζεται να σκεφτούμε το μέλλον μας μόνοι μας».
ΜΙΑ ΚΑΙΡΙΑ ΣΥΝΑΡΘΡΩΣΗ
Δημόσια πολιτική και αλληλέγγυα οικονομία
Η λεγόμενη αλληλέγγυα οικονομία (economie solidaire) έχει εισβάλει με τέτοιο σφρίγος στη δημόσια ζωή, έτσι ώστε κάθε τυχόν δεύτερη σκέψη γύρω από το νόημα και τις εκφάνσεις της να κρίνεται διαμιάς ως μεμψίμοιρη, ανεπίκαιρη ή βαθιά συντηρητική. Ως εγχείρημα, θα υποστηρίζαμε, εμπεριέχει δύο πτυχές: Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τη μία αμυντική (κίνηση ανάκτησης δικαιωμάτων σχετικών με τη διαβίωση) και την άλλη επιθετική (συλλογικό παράδειγμα δημοκρατικής ανασύστασης «από τα κάτω» του κοινωνικού δεσμού). Ισχυριζόμαστε εδώ ότι η ευόδωση ενός τέτοιου αναγκαίου και αξιότιμου πολιτικού σχεδίου προϋποθέτει ορισμένες, κριτικά συμπληρωματικές, διασαφήσεις και στοχεύσεις. Ας εξηγηθούμε.
Σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό με αναπτυγμένο καταμερισμό εργασίας, απαιτείται μια σειρά ανεξάλειπτων όρων, έτσι ώστε η κοινωνία να μπορεί, πριν από οτιδήποτε άλλο, να υφίσταται και να αναπαράγεται ως τέτοια. Η κοινωνική προστασία είναι ένας τέτοιος όρος. Η πρόσβαση των ανθρώπων σε όρους, όχι απλώς βιώσιμης αλλά αξιοπρεπούς, αναπαραγωγής του εαυτού τους δεν είναι κάτι που εφόσον υπάρχει κοινωνία (υποθετικά) καλό είναι να επιδιώκεται, αλλά κάτι που, ώστε να υπάρχει κοινωνία (κατηγορικά) πρέπει να διασφαλίζεται.
Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε κοινωνικά δίκαιο κάθε κοινωνικό σχηματισμό που τείνει σε κατοχύρωση της ίσης βιοτικής αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων. Ταυτόχρονα δε και σε προσδιορισμένη άρνηση, να εντοπίζουμε και να αντιμαχόμαστε εστίες κοινωνικής ανελευθερίας και άνισης πρόσβασης σε αξιοβίωτη ζωή (: κοινωνικές αδικίες).
Γίνεται φανερό ότι μια τέτοια επιταγή φέρει το χαρακτήρα τόσο του δικαιώματος όσο και του καθήκοντος. Ανάποδη όψη του ίσου δικαιώματος όλων για πρόσβαση σε όρους κοινωνικής αναπαραγωγής αποτελεί το αναλογικό καθήκον εκ μέρους όλων στην κατοχύρωση τέτοιων όρων. Η γλώσσα του δικαιώματος και του καθήκοντος είναι άκρως σημαίνουσα, διότι ακριβώς διερμηνεύει την καθολικότητα και τη δεσμευτικότητα μιας τέτοιας επιταγής. Από τη μια, εμπλέκονται όλοι ως συνδικαιούχοι και αλληλόχρεοι. Ενώ από την άλλη, μονάχα η οργανωμένη πολιτεία ως ενωμένη βούληση όλων δύναται να τη διασφαλίζει.
Το κοινωνικό κράτος
Υπ’ αυτή την έννοια, η κοινωνική προστασία αφορά ένα αγαθό που ανακατανέμεται, μεταξύ αυτών που εγείρουν θεμελιώδες δικαίωμα για την παροχή και εκείνων που φέρουν το οικονομικό της βάρος. Έτσι, για την παροχή μέσων ικανοποίησης βασικών αναγκών και τη διασφάλιση αποδεκτών επιπέδων κοινωνικο-οικονομικής ασφάλειας ως δικαίωμα, θεμελιακή είναι μια θέσμιση κοινωνικού κράτους, εντεταλμένη με διοικητικές εξουσίες (: φορολογίας εισοδήματος, δημόσιας οικονομίας, διευθέτησης, ακόμη δε και περιστολής, ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων κ.ο.κ.).
Με όρους παραδομένης ιστορικής εμπειρίας, φορέας υλοποίησης ενός τέτοιου μηχανισμού αποτέλεσε και αποτελεί το κοινωνικό κράτος. Ασφαλώς, το ποιοι είναι ακριβώς οι θεσμοί που υλοποιούν επαρκέστερα την «ενωμένη βούληση» είναι κάτι ανοικτό στον κριτικό στοχασμό και στον πολιτικό ανταγωνισμό. Τίποτα δεν αποκλείει, δηλαδή, την αξία της αλληλεγγύης να την ενσαρκώνουν στο μέλλον άλλου τύπου δημόσιες θεσμίσεις, σε συνθήκες υπέρβασης του πολιτικού διαφορισμού ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Πάντοτε, όμως, κάτω από τον εξής αξιακό αστερισμό: η αλληλεγγύη ή θα είναι δημόσια και εξαναγκαστή ή δεν θα υπάρξει –ενώ η κοινωνική προστασία ή θα είναι για όλους ή τίποτα.
Κοινωνική επιχειρηματικότητα και εθελοντισμός
Μπορούμε, πια, να επιστρέψουμε στην κοινωνική οικονομία. Είναι πολύ σημαντικό να επιχειρηθεί μια διττή οριοθέτηση της έννοιας: αφενός από την κοινωνική επιχειρηματικότητα, αφετέρου από τον εθελοντισμό της λεγόμενης κοινωνίας των πολιτών. Όχι μόνο, ως προς την πρώτη, γιατί ενίοτε δυσκολεύεται να διαχωρίσει τον εαυτό της από την καπιταλιστική εξύμνηση του «καινοτόμου δυναμισμού» και του «υπεύθυνου επιχειρείν». Ούτε πάλι μόνο, ως προς το δεύτερο, γιατί την υποκατάσταση κοινωνικής πολιτικής από ενδιάμεσους χώρους κοινωνίας των πολιτών (ΜΚΟ, φιλανθρωπικές οργανώσεις κτλ.) καθαγιάζουν κατεξοχήν τα νεοφιλελεύθερα ευαγγέλια. Αλλά κυρίως γιατί θα πρέπει να διασφαλίζεται η καθολικότητα της κοινωνικής προστασίας και η δεσμευτικότητα της κοινωνικής αλληλεγγύης, πράγματα που μόνο το (τόσο βαλλόμενο) κοινωνικό κράτος μπορεί να επιτυγχάνει.
Είναι ασφαλώς πολιτικά κρίσιμο να ενεργοποιούνται κοιτάσματα αυτοπροσφοράς και κοινωνικής αυτοδιαχείρισης, να πληθαίνουν και να βαθαίνουν εξωανταλλακτικές νησίδες κοινωνικών αγαθών. Περαιτέρω, είναι επιτακτικό μεγάλα στρώματα πολιτών να πορίζονται ελεύθερα αγαθά και υπηρεσίες (βλ. κοινωνικά ιατρεία, παντοπωλεία, δωρεάν ενισχυτική διδασκαλία κ.ο.κ.). Τίποτα, όμως, δεν θα μπορούσε να επαληθεύσει μια υπόθεση γενίκευσής ενός τέτοιου παραδείγματος σε συλλογική κλίμακα. Ούτε κάτι τέτοιο, από μόνο του, συνιστά πρότυπο συνολικής αναδόμησης του οικονομικού βίου, σε συνθήκες σύγχρονου και ανεπτυγμένου καταμερισμού εργασίας.
Τέλος –και πιο σημαντικό– τούτο καθαυτό μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχει με τις διάφορες εκφάνσεις ηθικο-πολιτικής χυδαιότητας που σήμερα παρελαύνουν: Ενώ ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι (σίγουρα πολλοί, αλλά εκ των πραγμάτων όχι όλοι) θα καταφεύγουν σε υπηρεσίες κοινωνικής οικονομίας, οι ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής θα συνεχίζουν να πορίζονται απλήρωτη υπεραξία, οι μεγαλοεισοδηματούχοι να φοροαπαλλάσσονται και οι διάφοροι Ζεράρ Ντεπαρντιέ του κόσμου τούτου να νομίζουν ότι λογοδοτούν αποκλειστικά και μόνο στον ταλαντούχο εαυτό τους.
Η αποεμπορευματοποίηση, καθώς λέγεται, των ποικίλων σφαιρών της κοινωνικής μας ζωής μπορεί να επιτυγχάνεται μόνο και ταυτόχρονα, τόσο «από τα πάνω» όσο κι «από τα κάτω». Αφενός με μια, ας την αποκαλέσουμε αριστερή, πολιτική εξουσία, που διασφαλίζει το δημόσιο χαρακτήρα των «κοινών» (κοινωνικά αγαθά, υπηρεσίες, όσο και κάποια τουλάχιστο βασικά μέσα παραγωγής). Αφετέρου με μια, ας την αποκαλέσουμε κινηματική, εμπλοκή των πολιτών στη δημοκρατική διαχείριση και προαγωγή των συλλογικών αγαθών. Θα άξιζε να διαβαστεί η κατά Πουλαντζά έννοια της συνάρθρωσης σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Στέργιος Μήτας
Η εμπειρία της Αργεντινής
Η Μυρτώ Λαζαρίδου, ξεκινώντας να περιγράψει την εμπειρία της στην Αργεντινή, επισήμανε ότι ο ισχυρισμός που ακούγεται από πολλούς ότι η αυτοδιαχείριση προκύπτει από την κρίση, αναιρείται στο παράδειγμα της Αργεντινής. Ακόμα και όταν η κρίση καταλαγιάζει και εμφανίζονται εκ νέου ψήγματα κοινωνικής πολιτικής στην Αργεντινή, τα εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης εξακολουθούν να υπάρχουν και να αυξάνονται.
Στη βορειότερη επαρχία της Αργεντινής, στα σύνορα με τη Βολιβία, στο Χουχούι, ήρθαμε σε επαφή με το Λαϊκό Μέτωπο Νταρίο Σαντιγιάν* (Frente Popular Dario Santillan), το οποίο δημιουργήθηκε το 2004 από συνελεύσεις και επιτροπές ανέργων, αλλά και γειτονιάς μεταγενέστερα, οι οποίες δημιουργήθηκαν με τη σειρά τους, από τα τέλη της δεκαετίας του 90, από την εμφάνιση των πικετέρος. Οι πικετέρος είναι άνεργοι, που, αφού δεν μπορούν να ασκήσουν πίεση μέσω της απεργίας, αποφασίζουν να κλείνουν δρόμους και να εμποδίζουν τη μεταφορά προϊόντων. Η συνισταμένη όπου συναντώνται οι συμμετέχοντες στο Λαϊκό Μέτωπο είναι ότι είναι αντιιμπεριαλιστές, αντικαπιταλιστές και ενάντια στην πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας. Στόχος τους είναι η χειραφέτηση των από κάτω και η λαϊκή εξουσία. Εμείς ήρθαμε σε επαφή με το κίνημα σε ένα υποβαθμισμένο προάστιο της πρωτεύουσας της επαρχίας του Χουχούι, Παλπαλά, μιας εργατούπολης που χτίστηκε γύρω από ένα εργοστάσιο σιδηρουργίας, το οποίο κάποτε απασχολούσε 8.000 εργάτες, ξεπουλήθηκε σε Γάλλους, Ιταλούς και Αμερικάνους, για να καταλήξει σήμερα να υπολειτουργεί με 800 εργάτες. Εκεί αποφασίζεται από το Λαϊκό Μέτωπο να φτιαχτεί μια βιβλιοθήκη, σε χώρο κατειλημμένο, όπως άλλωστε και οι κλήροι γης και τα σπίτια τριγύρω.
Η προσπάθεια ξεκινά με την οργάνωση σεμιναρίων μουσικής, παραδοσιακών χορών κ.ά. Στη συνέχεια διοργανώνεται μια δράση όπου παρέχεται από το Μέτωπο γάλα και κολατσιό σε πιτσιρίκια, η οποία συγκεντρώνει μαζί με τα παιδιά και τους γονείς. Γύρω από αυτές τις δράσεις δημιουργείται μια συνέλευση, η οποία αποφασίζει να μπει στο Μέτωπο, γεγονός που δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Σε αυτή τη φάση ξεκινά μια προσπάθεια να βρεθεί οικονομική ενίσχυση, με δύο τρόπους: είτε με δραστηριότητες που προσελκύουν κόσμο (όπως συλλογικές κουζίνες και λοταρίες) είτε με αναζήτηση κοινωνικών πλάνων και επιδομάτων. Σε αυτό το τελευταίο, υπάρχει μια σχέση με την κυβέρνηση Κίρσνερ, η οποία ενισχύει τις οργανώσεις με επιδόματα. Αυτό δεν είναι απλό, είναι προϊόν διεκδικήσεων και αγώνα. Όσο πιο μεγάλη είναι η ομάδα που διεκδικεί, και άρα η πίεση που ασκεί, τόσο περισσότερο επιτυγχάνει το στόχο της.
Ταυτόχρονα, επιχειρείται να δημιουργηθεί μια ομάδα παραγωγής συσκευασμένων τροφίμων, για το αρχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετέχουν όλοι με τη βοήθεια των επιδομάτων, που τελικά καταλήγει να συσταθεί ως κοοπερατίβα, λόγω της νομικής διευκόλυνσης που παρέχεται σε αυτή τη μορφή οργάνωσης.
Αντίστοιχα, στο Παλπαλά η ομάδα αποφασίζει να φτιάξει μια μικρή υφαντουργική μονάδα. Ωστόσο, κανένας από όσους το αποφασίζουν δεν ξέρει τη δουλειά και δεν υπάρχει χώρος και μηχανήματα. Μετά από γραφειοκρατικές διαδικασίες, έγινε δεκτό το αίτημα και αναμένεται να έρθουν μηχανήματα και ειδικοί που θα εκπαιδεύσουν τους ενδιαφερόμενους.
Σημαντικά χαρακτηριστικά της λειτουργίας της ομάδας είναι η εναλλαγή, οπότε σχεδόν υποχρεωτικά διαφορετικοί άνθρωποι κάθε χρόνο αναλαμβάνουν διαφορετικές δουλειές, με αποτέλεσμα όλοι να μαθαίνουν διαφορετικές δουλειές.
Επίσης, λειτουργεί η λεγόμενη φορμασιόν, δηλαδή μια προσπάθεια για πρωταρχική ιδεολογική συγκρότηση, αφού το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο είναι κοινό χαρακτηριστικό των συμμετεχόντων.
Τέλος, υπάρχει, καταστατικά θεσπισμένη, μια τακτική διασύνδεση των διαφορετικών ομάδων ανά επαρχία, αλλά και ευρύτερα.
* Ο Νταρίο Σαντιγιάν είναι ένας αγωνιστής τον οποίο σκότωσε η αστυνομία σε μια μεγάλη πορεία στην Αβεγιανέδα, μαζί με τον Μαξιμιλιάνο Κοστέκι. Η κυβέρνηση αρχικά είχε αρνηθεί τη δολοφονία των δύο αγωνιστών αλλά, όταν δημοσιοποιήθηκε βίντεο που έδειχνε αστυνομικούς να σκοτώνουν τον Σαντιγιάν, ο τότε πρόεδρος της Αργεντινής Ντουάλντε αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να δώσει τη σκυτάλη στον Κίρσνερ.
http://www.epohi.gr/portal/perivallon/13729-ssss-sss-sss--s---s-
Η συζήτηση, που διοργάνωσε την περασμένη Τετάρτη το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, με θέμα την κοινωνική οικονομία, την αυτοδιαχείριση και την έμπρακτη αλληλεγγύη, κατέδειξε καταρχάς τη χρησιμότητα και την ανάγκη για ανάλογες συζητήσεις. Εισηγητές ήταν ο οικονομολόγος Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν και η Μυρτώ Λαζαρίδου, μέλος του Δικτύου, η οποία έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αργεντινή και γνώρισε από πρώτο χέρι πειράματα αυτοοργανωμένης οικονομίας. Όπως προκύπτει και από τη συνοπτική παρουσίαση των προβληματισμών που εκτέθηκαν που ακολουθεί, ένα κεντρικό ζήτημα που απασχόλησε τους συμμετέχοντες είναι ο χαρακτήρας και προσανατολισμός που θα δώσουμε στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, αλλά και η σχέση των δομών και εγχειρημάτων με μια κυβέρνηση της αριστεράς.
Επιμέλεια: Ζωή Γεωργούλα
Τη συζήτηση άνοιξε ο Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν επισημαίνοντας ότι «βιώνουμε, αφενός, μια κοινωνική ρήξη που πετάει εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένων ανθρώπων εκτός οποιασδήποτε θεσμικής προοπτικής, εκτός οποιασδήποτε κοινωνικής συμφωνίας μεταξύ των τάξεων, με στόχο μόνο και μόνο τη διατήρηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Αφετέρου, στα διάφορα εγχειρήματα αλληλέγγυας οικονομίας που εμφανίζονται και στην Ελλάδα σήμερα, είμαστε, σε σχέση με το 19ο αιώνα αλλά και με το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, σε εντελώς άλλου επιπέδου κοινωνία από την άποψη των γνώσεων, των εμπειριών και των δεξιοτήτων. Έχουμε σήμερα διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, με εμπειρίες σε επιχειρήσεις, με σημαντικό κεφάλαιο γνώσεων. Επίσης, έχουμε μεγάλες αλλαγές σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές ιεραρχίες. Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου, που είναι μια ανεξάρτητη τάση ιδιαίτερα κατά τη μεταπολεμική περίοδο, συνεισφέρει στο γεγονός ότι συμβαίνουν εγχειρήματα παραγωγικά εξαιρετικά υψηλού επιπέδου, με ικανότητες διαχείρισης και οργάνωσης συλλογικής, που προσφέρουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν πρωτοβουλίες σε πάρα πολλούς τομείς. Το γεγονός αυτό είναι κάτι καινούργιο ιστορικά συμβαδίζει με την ανάγκη και ανοίγει νέες δυνατότητες για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία».
Ριζοσπαστική δύναμη
«Προκύπτει, βέβαια, το ερώτημα», συνέχισε, «τι θέλουμε να κάνουμε εμείς, τι επιδιώκουμε με τα εγχειρήματα αλληλέγγυας οικονομίας. Θα καλύψουμε ένα κενό που αφήνει ο καπιταλισμός, φτιάχνοντας τον τρίτο τομέα της οικονομίας, ή αυτή η ικανότητα και αναγκαιότητα μαζί των εργαζομένων αποτελεί μια επαναστατική δύναμη που μπορεί να ορίσει τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας; Ένα στοιχείο που δίνει μεγάλη σημασία στη δυνατότητα ανάπτυξης αλληλέγγυων εγχειρημάτων, είναι ότι η πολύ βαθιά κρίση και η εξάντληση του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων δεν είναι συνέπεια μιας συγκυριακής κρίσης του καπιταλισμού που προσπαθεί να ξεπεράσει, αλλά της εγκατάστασης του συστήματος σε μια λογική καταστροφική. Συνεπώς», κατέληξε, «η σύγκρουση με αυτή τη λογική δεν μπορεί να περάσει από μια συμφωνία μεταξύ κοινωνικών τάξεων, χρειάζεται να περάσει από μια ανανέωση από τα κάτω του τρόπου με τον οποίο θα καλύπτονται οι ανάγκες της οικονομίας. Η ανάπτυξη αλληλεγγύης και δομών κοινωνικής οικονομίας εγκυμονεί δομές σχεδιασμού της οικονομίας σε σχέση με τις ανάγκες. Αυτό είναι το ζήτημα που θέτουν οι δομές αλληλεγγύης που αναπτύσσονται σήμερα. Όλες οι πρωτοβουλίες που παίρνονται σήμερα σε αυτήν την κατεύθυνση έχουν μια εξαιρετικά ριζοσπαστική δυναμική, η οποία δεν είναι βέβαια εγγυημένη, μπορεί όμως να βάλει τις βάσεις για ένα νέο τρόπο καθορισμού των αναγκών».
Χειραφέτηση ή ενσωμάτωση;
Η πρώτη παρέμβαση από το κοινό ανέδειξε τον «κίνδυνο να μπερδέψουμε δύο διαφορετικά πράγματα: υπάρχει ένα πρωτοπόρο κινηματικό επίπεδο, που δημιουργεί εγχειρήματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, π.χ. κοινωνικά ιατρεία, και υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο, το οποίο είναι πιο θεσμικό και επαγγελματικό». Ανακύπτει δηλαδή το ερώτημα που ήδη διχάζει: «Μια κυβέρνηση της αριστεράς οφείλει μεν να θεσμοθετήσει ένα νομικό πλαίσιο που να διευκολύνει τέτοια εγχειρήματα, αλλά πώς οφείλει να τοποθετηθεί στο ζήτημα των επιχορηγήσεων-επιδοτήσεων τέτοιων εγχειρημάτων; Υπάρχει, δηλαδή, κίνδυνος ενσωμάτωσης τελικά κινημάτων που ξεκίνησαν ως χειραφετητικά».
Μια πρώτη απάντηση ήρθε πάλι «από τα κάτω»: «Η ιστορία και η εμπειρία έχει διαχωρίσει τα δύο πεδία. Στη φάση που βρισκόμαστε, είμαστε σε μια εξελισσόμενη διαδικασία, που χρειάζεται να αναζητήσουμε και να συνθέσουμε νέες εικόνες για να κάνουμε τις επιλογές μας. Υπάρχει και η παράμετρος της ιστορικής συγκυρίας που μας φέρνει μπροστά σε νέες επιλογές. Αφενός, χρειάζεται να καταλάβουμε τον καινούργιο πολιτικό χώρο της οικονομίας που ανοίγεται μπροστά μας, αφετέρου να αξιοποιήσουμε μια εμπειρία που ήδη υπάρχει στην Ελλάδα με τις προσομοιωμένες κοινωνικές επιχειρήσεις, των οποίων η δημιουργία προέκυψε από μια συνομιλία με την ευρωπαϊκή εμπειρία. Οι πρακτικές και οι επιλογές μας έχουν ανάγκη να πλαισιωθούν και με τους πολιτικούς στόχους που θα βάλουμε και με την ανατροπή που θα καταφέρουμε πρώτα από όλα στον ίδιο μας τον εαυτό».
Η συζήτηση συνεχίστηκε με μια τρίτη παρέμβαση: «Πλέον δεν αναμετρώμαστε με ένα δέον γενέσθαι που έχει να κάνει με ένα άλλο κοινωνικό μοντέλο, αλλά και με πραγματικότητες όπως η επιβίωση και η εξαθλίωση. Εδώ και χρόνια που αντλούμε εμπειρία κυρίως από τη Λατινική Αμερική, διακρίνονται δύο προσεγγίσεις. Η μία έλεγε ότι εάν η καταπιεσμένη εργατική τάξη δεν καταλάβει την εξουσία, ώστε να οργανώσει την παραγωγή σε σοσιαλιστική βάση, δεν υπάρχει ελπίδα. Η άλλη, κυρίως μετά το Μάη του 68, έλεγε ότι δεν θα καταλάβουμε πρώτα την πολιτική εξουσία, αλλά θα δημιουργήσουμε εστίες και νησίδες που θα περικυκλώσουν τον καπιταλισμό και θα λειτουργήσουμε με ένα άλλο τρόπο μεγάλα τμήματα της ίδιας της οικονομίας. Χρειάζεται να παλεύουμε να αλλάζουν οι κοινωνικές σχέσεις, αλλά να δημιουργούμε παράλληλα μια υποδομή του κινήματος, με μορφές οργάνωσης και τρόπους ζωής. Το ζήτημα που έχουμε μπροστά μας είναι πώς οι άνθρωποι που θα συναντηθούν στο πλαίσιο ενός εγχειρήματος, θα οργανώσουν ένα σύστημα αντιπαράθεσης με το υπάρχον, πώς οι άνθρωποι που θα συναντηθούν στο πλαίσιο μορφών οργάνωσης του αγώνα, θα μπορέσουν να παράξουν σχέσεις και παραδείγματα για κάτι άλλο. Παράλληλα, τα κοινωνικά εγχειρήματα είναι σωστό, και όχι αναπόφευκτο, να έχουν διεκδικήσεις απέναντι στο κράτος και αυτό δεν μειώνει την αυτονομία τους. Ο γιατρός του κοινωνικού ιατρείου δεν πρέπει να πληρώνεται, μπορεί όμως το κοινωνικό ιατρείο να απαιτήσει ιατρικό εξοπλισμό; Να απαιτήσει οι παραπομπές που κάνει να γίνονται δεκτές από το νοσοκομείο;»
Αλληλεγγύη και κοινωνική οικονομία
Μια ακόμα παρέμβαση υπογράμμισε ότι «η κοινωνική οικονομία είναι μια απάντηση στην κρίση του καπιταλισμού, ενώ η αλληλέγγυα οικονομία είναι μια απάντηση στον καπιταλισμό. Αυτή η συζήτηση αλλιώς θα γινόταν πριν 5-10 χρόνια και αλλιώς γίνεται σήμερα. Σήμερα χρειάζεται να αναπτύξουμε την αλληλέγγυα οικονομία στα όρια της εξουσίας των αστών. Όταν θέλουν να κλείσουν ένα σχολείο, θα παλέψουμε να μην κλείσει. Αν όμως κλείσει, τότε να αναπτύξουμε μορφές λαϊκής παιδείας. Αν δημιουργήσουμε ένα μεγάλο πλέγμα δομών αλληλεγγύης στα όρια της εξουσίας, τότε μπορεί αυτό να αποκτήσει πολιτική δύναμη και να αλλάξει συσχετισμούς μέσα στην κοινωνία. Εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος της κυβέρνησης της αριστεράς».
Κλείνοντας τη συζήτηση, ο Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν σημείωσε ότι «το διακύβευμα δεν είναι πώς η αλληλέγγυα ή η κοινωνική οικονομία με τη μία ή την άλλη μορφή θα καλύψει τα κενά του καπιταλισμού. Χρειάζεται να δούμε αυτή τη συζήτηση στις μεγάλες της διαστάσεις. Πώς δηλαδή η πρωτοβουλία σε τοπικό επίπεδο θα συνδεθεί με κεντρικές πολιτικές αποφάσεις. Χρειάζεται να προσαρμόσουμε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την παρέμβαση μας σε μια κοντινή μελλοντική κοινωνία, με την αφήγηση που έχουμε για την εξέλιξη του καπιταλισμού. Αυτό που κατάφερε ο νεοφιλελευθερισμός είναι ότι, ενώ έσπασε ο διαχωρισμός μεταξύ διοίκησης και εργασίας, ελέγχει την παραγωγή γνώσης και την καινοτομία και υπερεκμεταλλεύεται την εργασία, όπου δεν υπάρχει παραγωγή καινούργιου.
»Ο ανταγωνισμός με τον καπιταλισμό και η δυνατότητα να μεταμορφωθεί αυτή η κοινωνία χρειάζεται να περάσει μέσα από την αξιοποίηση των ανθρώπινων μυαλών και της καινοτομίας που μπορούν να παράξουν. Η βασική μάχη που δίνουμε, είναι για το πεπρωμένο μας, για το μέλλον μας, χρειάζεται να σκεφτούμε το μέλλον μας μόνοι μας».
ΜΙΑ ΚΑΙΡΙΑ ΣΥΝΑΡΘΡΩΣΗ
Δημόσια πολιτική και αλληλέγγυα οικονομία
Η λεγόμενη αλληλέγγυα οικονομία (economie solidaire) έχει εισβάλει με τέτοιο σφρίγος στη δημόσια ζωή, έτσι ώστε κάθε τυχόν δεύτερη σκέψη γύρω από το νόημα και τις εκφάνσεις της να κρίνεται διαμιάς ως μεμψίμοιρη, ανεπίκαιρη ή βαθιά συντηρητική. Ως εγχείρημα, θα υποστηρίζαμε, εμπεριέχει δύο πτυχές: Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τη μία αμυντική (κίνηση ανάκτησης δικαιωμάτων σχετικών με τη διαβίωση) και την άλλη επιθετική (συλλογικό παράδειγμα δημοκρατικής ανασύστασης «από τα κάτω» του κοινωνικού δεσμού). Ισχυριζόμαστε εδώ ότι η ευόδωση ενός τέτοιου αναγκαίου και αξιότιμου πολιτικού σχεδίου προϋποθέτει ορισμένες, κριτικά συμπληρωματικές, διασαφήσεις και στοχεύσεις. Ας εξηγηθούμε.
Σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό με αναπτυγμένο καταμερισμό εργασίας, απαιτείται μια σειρά ανεξάλειπτων όρων, έτσι ώστε η κοινωνία να μπορεί, πριν από οτιδήποτε άλλο, να υφίσταται και να αναπαράγεται ως τέτοια. Η κοινωνική προστασία είναι ένας τέτοιος όρος. Η πρόσβαση των ανθρώπων σε όρους, όχι απλώς βιώσιμης αλλά αξιοπρεπούς, αναπαραγωγής του εαυτού τους δεν είναι κάτι που εφόσον υπάρχει κοινωνία (υποθετικά) καλό είναι να επιδιώκεται, αλλά κάτι που, ώστε να υπάρχει κοινωνία (κατηγορικά) πρέπει να διασφαλίζεται.
Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε κοινωνικά δίκαιο κάθε κοινωνικό σχηματισμό που τείνει σε κατοχύρωση της ίσης βιοτικής αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων. Ταυτόχρονα δε και σε προσδιορισμένη άρνηση, να εντοπίζουμε και να αντιμαχόμαστε εστίες κοινωνικής ανελευθερίας και άνισης πρόσβασης σε αξιοβίωτη ζωή (: κοινωνικές αδικίες).
Γίνεται φανερό ότι μια τέτοια επιταγή φέρει το χαρακτήρα τόσο του δικαιώματος όσο και του καθήκοντος. Ανάποδη όψη του ίσου δικαιώματος όλων για πρόσβαση σε όρους κοινωνικής αναπαραγωγής αποτελεί το αναλογικό καθήκον εκ μέρους όλων στην κατοχύρωση τέτοιων όρων. Η γλώσσα του δικαιώματος και του καθήκοντος είναι άκρως σημαίνουσα, διότι ακριβώς διερμηνεύει την καθολικότητα και τη δεσμευτικότητα μιας τέτοιας επιταγής. Από τη μια, εμπλέκονται όλοι ως συνδικαιούχοι και αλληλόχρεοι. Ενώ από την άλλη, μονάχα η οργανωμένη πολιτεία ως ενωμένη βούληση όλων δύναται να τη διασφαλίζει.
Το κοινωνικό κράτος
Υπ’ αυτή την έννοια, η κοινωνική προστασία αφορά ένα αγαθό που ανακατανέμεται, μεταξύ αυτών που εγείρουν θεμελιώδες δικαίωμα για την παροχή και εκείνων που φέρουν το οικονομικό της βάρος. Έτσι, για την παροχή μέσων ικανοποίησης βασικών αναγκών και τη διασφάλιση αποδεκτών επιπέδων κοινωνικο-οικονομικής ασφάλειας ως δικαίωμα, θεμελιακή είναι μια θέσμιση κοινωνικού κράτους, εντεταλμένη με διοικητικές εξουσίες (: φορολογίας εισοδήματος, δημόσιας οικονομίας, διευθέτησης, ακόμη δε και περιστολής, ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων κ.ο.κ.).
Με όρους παραδομένης ιστορικής εμπειρίας, φορέας υλοποίησης ενός τέτοιου μηχανισμού αποτέλεσε και αποτελεί το κοινωνικό κράτος. Ασφαλώς, το ποιοι είναι ακριβώς οι θεσμοί που υλοποιούν επαρκέστερα την «ενωμένη βούληση» είναι κάτι ανοικτό στον κριτικό στοχασμό και στον πολιτικό ανταγωνισμό. Τίποτα δεν αποκλείει, δηλαδή, την αξία της αλληλεγγύης να την ενσαρκώνουν στο μέλλον άλλου τύπου δημόσιες θεσμίσεις, σε συνθήκες υπέρβασης του πολιτικού διαφορισμού ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Πάντοτε, όμως, κάτω από τον εξής αξιακό αστερισμό: η αλληλεγγύη ή θα είναι δημόσια και εξαναγκαστή ή δεν θα υπάρξει –ενώ η κοινωνική προστασία ή θα είναι για όλους ή τίποτα.
Κοινωνική επιχειρηματικότητα και εθελοντισμός
Μπορούμε, πια, να επιστρέψουμε στην κοινωνική οικονομία. Είναι πολύ σημαντικό να επιχειρηθεί μια διττή οριοθέτηση της έννοιας: αφενός από την κοινωνική επιχειρηματικότητα, αφετέρου από τον εθελοντισμό της λεγόμενης κοινωνίας των πολιτών. Όχι μόνο, ως προς την πρώτη, γιατί ενίοτε δυσκολεύεται να διαχωρίσει τον εαυτό της από την καπιταλιστική εξύμνηση του «καινοτόμου δυναμισμού» και του «υπεύθυνου επιχειρείν». Ούτε πάλι μόνο, ως προς το δεύτερο, γιατί την υποκατάσταση κοινωνικής πολιτικής από ενδιάμεσους χώρους κοινωνίας των πολιτών (ΜΚΟ, φιλανθρωπικές οργανώσεις κτλ.) καθαγιάζουν κατεξοχήν τα νεοφιλελεύθερα ευαγγέλια. Αλλά κυρίως γιατί θα πρέπει να διασφαλίζεται η καθολικότητα της κοινωνικής προστασίας και η δεσμευτικότητα της κοινωνικής αλληλεγγύης, πράγματα που μόνο το (τόσο βαλλόμενο) κοινωνικό κράτος μπορεί να επιτυγχάνει.
Είναι ασφαλώς πολιτικά κρίσιμο να ενεργοποιούνται κοιτάσματα αυτοπροσφοράς και κοινωνικής αυτοδιαχείρισης, να πληθαίνουν και να βαθαίνουν εξωανταλλακτικές νησίδες κοινωνικών αγαθών. Περαιτέρω, είναι επιτακτικό μεγάλα στρώματα πολιτών να πορίζονται ελεύθερα αγαθά και υπηρεσίες (βλ. κοινωνικά ιατρεία, παντοπωλεία, δωρεάν ενισχυτική διδασκαλία κ.ο.κ.). Τίποτα, όμως, δεν θα μπορούσε να επαληθεύσει μια υπόθεση γενίκευσής ενός τέτοιου παραδείγματος σε συλλογική κλίμακα. Ούτε κάτι τέτοιο, από μόνο του, συνιστά πρότυπο συνολικής αναδόμησης του οικονομικού βίου, σε συνθήκες σύγχρονου και ανεπτυγμένου καταμερισμού εργασίας.
Τέλος –και πιο σημαντικό– τούτο καθαυτό μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχει με τις διάφορες εκφάνσεις ηθικο-πολιτικής χυδαιότητας που σήμερα παρελαύνουν: Ενώ ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι (σίγουρα πολλοί, αλλά εκ των πραγμάτων όχι όλοι) θα καταφεύγουν σε υπηρεσίες κοινωνικής οικονομίας, οι ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής θα συνεχίζουν να πορίζονται απλήρωτη υπεραξία, οι μεγαλοεισοδηματούχοι να φοροαπαλλάσσονται και οι διάφοροι Ζεράρ Ντεπαρντιέ του κόσμου τούτου να νομίζουν ότι λογοδοτούν αποκλειστικά και μόνο στον ταλαντούχο εαυτό τους.
Η αποεμπορευματοποίηση, καθώς λέγεται, των ποικίλων σφαιρών της κοινωνικής μας ζωής μπορεί να επιτυγχάνεται μόνο και ταυτόχρονα, τόσο «από τα πάνω» όσο κι «από τα κάτω». Αφενός με μια, ας την αποκαλέσουμε αριστερή, πολιτική εξουσία, που διασφαλίζει το δημόσιο χαρακτήρα των «κοινών» (κοινωνικά αγαθά, υπηρεσίες, όσο και κάποια τουλάχιστο βασικά μέσα παραγωγής). Αφετέρου με μια, ας την αποκαλέσουμε κινηματική, εμπλοκή των πολιτών στη δημοκρατική διαχείριση και προαγωγή των συλλογικών αγαθών. Θα άξιζε να διαβαστεί η κατά Πουλαντζά έννοια της συνάρθρωσης σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Στέργιος Μήτας
Η εμπειρία της Αργεντινής
Η Μυρτώ Λαζαρίδου, ξεκινώντας να περιγράψει την εμπειρία της στην Αργεντινή, επισήμανε ότι ο ισχυρισμός που ακούγεται από πολλούς ότι η αυτοδιαχείριση προκύπτει από την κρίση, αναιρείται στο παράδειγμα της Αργεντινής. Ακόμα και όταν η κρίση καταλαγιάζει και εμφανίζονται εκ νέου ψήγματα κοινωνικής πολιτικής στην Αργεντινή, τα εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης εξακολουθούν να υπάρχουν και να αυξάνονται.
Στη βορειότερη επαρχία της Αργεντινής, στα σύνορα με τη Βολιβία, στο Χουχούι, ήρθαμε σε επαφή με το Λαϊκό Μέτωπο Νταρίο Σαντιγιάν* (Frente Popular Dario Santillan), το οποίο δημιουργήθηκε το 2004 από συνελεύσεις και επιτροπές ανέργων, αλλά και γειτονιάς μεταγενέστερα, οι οποίες δημιουργήθηκαν με τη σειρά τους, από τα τέλη της δεκαετίας του 90, από την εμφάνιση των πικετέρος. Οι πικετέρος είναι άνεργοι, που, αφού δεν μπορούν να ασκήσουν πίεση μέσω της απεργίας, αποφασίζουν να κλείνουν δρόμους και να εμποδίζουν τη μεταφορά προϊόντων. Η συνισταμένη όπου συναντώνται οι συμμετέχοντες στο Λαϊκό Μέτωπο είναι ότι είναι αντιιμπεριαλιστές, αντικαπιταλιστές και ενάντια στην πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας. Στόχος τους είναι η χειραφέτηση των από κάτω και η λαϊκή εξουσία. Εμείς ήρθαμε σε επαφή με το κίνημα σε ένα υποβαθμισμένο προάστιο της πρωτεύουσας της επαρχίας του Χουχούι, Παλπαλά, μιας εργατούπολης που χτίστηκε γύρω από ένα εργοστάσιο σιδηρουργίας, το οποίο κάποτε απασχολούσε 8.000 εργάτες, ξεπουλήθηκε σε Γάλλους, Ιταλούς και Αμερικάνους, για να καταλήξει σήμερα να υπολειτουργεί με 800 εργάτες. Εκεί αποφασίζεται από το Λαϊκό Μέτωπο να φτιαχτεί μια βιβλιοθήκη, σε χώρο κατειλημμένο, όπως άλλωστε και οι κλήροι γης και τα σπίτια τριγύρω.
Η προσπάθεια ξεκινά με την οργάνωση σεμιναρίων μουσικής, παραδοσιακών χορών κ.ά. Στη συνέχεια διοργανώνεται μια δράση όπου παρέχεται από το Μέτωπο γάλα και κολατσιό σε πιτσιρίκια, η οποία συγκεντρώνει μαζί με τα παιδιά και τους γονείς. Γύρω από αυτές τις δράσεις δημιουργείται μια συνέλευση, η οποία αποφασίζει να μπει στο Μέτωπο, γεγονός που δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Σε αυτή τη φάση ξεκινά μια προσπάθεια να βρεθεί οικονομική ενίσχυση, με δύο τρόπους: είτε με δραστηριότητες που προσελκύουν κόσμο (όπως συλλογικές κουζίνες και λοταρίες) είτε με αναζήτηση κοινωνικών πλάνων και επιδομάτων. Σε αυτό το τελευταίο, υπάρχει μια σχέση με την κυβέρνηση Κίρσνερ, η οποία ενισχύει τις οργανώσεις με επιδόματα. Αυτό δεν είναι απλό, είναι προϊόν διεκδικήσεων και αγώνα. Όσο πιο μεγάλη είναι η ομάδα που διεκδικεί, και άρα η πίεση που ασκεί, τόσο περισσότερο επιτυγχάνει το στόχο της.
Ταυτόχρονα, επιχειρείται να δημιουργηθεί μια ομάδα παραγωγής συσκευασμένων τροφίμων, για το αρχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετέχουν όλοι με τη βοήθεια των επιδομάτων, που τελικά καταλήγει να συσταθεί ως κοοπερατίβα, λόγω της νομικής διευκόλυνσης που παρέχεται σε αυτή τη μορφή οργάνωσης.
Αντίστοιχα, στο Παλπαλά η ομάδα αποφασίζει να φτιάξει μια μικρή υφαντουργική μονάδα. Ωστόσο, κανένας από όσους το αποφασίζουν δεν ξέρει τη δουλειά και δεν υπάρχει χώρος και μηχανήματα. Μετά από γραφειοκρατικές διαδικασίες, έγινε δεκτό το αίτημα και αναμένεται να έρθουν μηχανήματα και ειδικοί που θα εκπαιδεύσουν τους ενδιαφερόμενους.
Σημαντικά χαρακτηριστικά της λειτουργίας της ομάδας είναι η εναλλαγή, οπότε σχεδόν υποχρεωτικά διαφορετικοί άνθρωποι κάθε χρόνο αναλαμβάνουν διαφορετικές δουλειές, με αποτέλεσμα όλοι να μαθαίνουν διαφορετικές δουλειές.
Επίσης, λειτουργεί η λεγόμενη φορμασιόν, δηλαδή μια προσπάθεια για πρωταρχική ιδεολογική συγκρότηση, αφού το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο είναι κοινό χαρακτηριστικό των συμμετεχόντων.
Τέλος, υπάρχει, καταστατικά θεσπισμένη, μια τακτική διασύνδεση των διαφορετικών ομάδων ανά επαρχία, αλλά και ευρύτερα.
* Ο Νταρίο Σαντιγιάν είναι ένας αγωνιστής τον οποίο σκότωσε η αστυνομία σε μια μεγάλη πορεία στην Αβεγιανέδα, μαζί με τον Μαξιμιλιάνο Κοστέκι. Η κυβέρνηση αρχικά είχε αρνηθεί τη δολοφονία των δύο αγωνιστών αλλά, όταν δημοσιοποιήθηκε βίντεο που έδειχνε αστυνομικούς να σκοτώνουν τον Σαντιγιάν, ο τότε πρόεδρος της Αργεντινής Ντουάλντε αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να δώσει τη σκυτάλη στον Κίρσνερ.
http://www.epohi.gr/portal/perivallon/13729-ssss-sss-sss--s---s-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου